σκολιωπός

σκολιωπός
σκολῐ-ωπός, όν, (ὤψ)
A looking askew, and generally oblique, Max.3: neut. pl. as Adv., Man.4.78.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκολιωπός — ή, όν, Α 1. αυτός που δίνει την εντύπωση σκολιού, λοξού 2. (γενικά) πλάγιος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σκολιωπά λοξά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «λοξός» + ωπός* (βλ. λ. όπωπα)] …   Dictionary of Greek

  • σκολιωπόν — σκολιωπός looking askew masc/fem acc sg σκολιωπός looking askew neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολιωπά — σκολιωπός looking askew neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”